Ο Χρήστος Βούπουρας μιλάει στο Flix με αφορμή την έξοδο στους κινηματογράφους της τελευταίας του ταινίας, «7 Θυμοί».
Τρεις δεκαετίες περίπου μετά την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, τον «Λιποτάκτη» του 1988 σε συνσκηνοθεσία με τον μόνιμο συνεργάτη του Γιώργο Κόρρα και είκοσι περίπου χρόνια μετά το «Mirupafshim» του 1997, ο Χρήστος Βούπουρας επιστρέφει με την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του, τους «7 Θυμούς», που βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημά του που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εστία.
Για το πόσα άλλαξαν στην Ελλάδα και τον κόσμο μέσα σε αυτά τα χρόνια θα μιλήσει προφανώς η Ιστορία – η οποία σχεδόν δεν προλαβαίνει να κρατάει σημειώσεις και υποσήμειώσεις. Το μόνο σίγουρο είναι πως ο Χρήστος Βούπουρας δεν σταμάτησε ποτέ να συλλογίζεται με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο πάνω στις έννοιες του «ξένου» και του «διαφορετικού», ενεργός πολίτης ακόμη και πριν από ενεργός κινηματογραφιστής, ένας ποιητής της πραγματικότητας, ένας παρατηρητής όσων αλλάζουν και όσων για καλό ή για κακό μένουν ίδια γύρω μας.
Στους «7 Θυμούς», ο Χρήστος Βούπουρας αφηγείται σε τρυφερό, μελαγχολικό και σε στιγμές αυστηρό ασπρόμαυρο τις συναντήσεις του Πέτρου, ενός αρχαιολόγου που από επιλογή ή από σύμπτωση έρχεται σε επαφή με ανθρώπους «διαφορετικούς»: Εναν Αραβα μετανάστη, που έρχεται στην Ελλάδα, σε μια Χώρα «απίστων», αποφασισμένος να την κατακτήσει, χωρίς κανένα ηθικό φραγμό. Μια Ελληνογαλλίδα τσελίστα, που κουβαλά την αγωνία της αλκοολικής μητέρας της. Εναν νεαρό Αλβανό πιανίστα που φέρει την κατάρα της ευφυΐας και της προσωπικής του θεότητας. Εναν Ελληνα μετανάστη, που επαναπατρίζεται, άπατρις πλέον. Εναν διευθυντή τράπεζας, που πιστεύει ότι όλα εξαγοράζονται ακόμα και η αγάπη. Εναν αστυνομικό της πεζής περιπολίας που φτιάχνει μια δική του ιστορικοπολιτική πραγματικότητα.
Στο Flix ο Χρήστος Βούπουρας μιλάει για τη γοητεία του «διαφορετικού», για τον έρωτα που κρύβεται πίσω από την καθημερινότητα, για την ανοχή της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στους «ξένους» και το νέο ρεύμα του ελληνικού σινεμά.
Ποια ήταν η κεντρική ιστορία που ενέπνευσε τους «7 Θυμούς»;
Η κεντρική ιστορία-καταλύτης είναι η ερωτική σχέση ενός Έλληνα σαραντάρη αρχαιολόγου με έναν εικοσάχρονο Αιγύπτιο. Πέρα όμως από αυτή υπάρχει ο δρόμος και ο άνθρωπος. Η παρατήρηση, το βίωμα και η εμπειρία ανθρώπων διαφορετικών άρα αγνώστων. Ανθρώπων που ενέχουν ο καθένας τους κι ένα διαφορετικό ταξίδι. Γι αυτό και αν ήθελα να κατατάξω την ταινία θα την έλεγα ως μια ταινία δρόμου πραγματικού και ψυχικού.
Γιατί χρειάστηκαν τόσα χρόνια για μια νέα ταινία;
Είχα απορρίψεις, αναβολές, και τέλος την οικονομική κρίση. Οι βασικές πηγές χρηματοδότησης παρέμεναν για αρκετό καιρό κλειστές. Θα την είχα παρατήσει την ταινία αν δεν υπήρχε ο Ηρακλής Μαυροειδής να την υποστηρίξει. Και μετά είναι το θέμα της. Η πρώτη απορριπτική απόφαση από ΕΚΚ είχε το σκεπτικό ότι αυτή η ταινία αφορά μειοψηφίες. Κακά τα ψέματα, η αποδοχή του διαφορετικού στην Ελλάδα είναι ακόμη στα σπάργανα ή γίνεται για να δείξουμε ότι είμαστε πολιτισμένοι.
Στους «7 Θυμούς» συνυπάρχει ο ρεαλισμός με την ποίηση. Ποιος είναι τελικά ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να καταγράψει κανείς την πραγματικότητα;
Η πραγματικότητα και ο ρεαλισμός όταν δεν διατηρήσουν την αυθεντικότητά τους σε εκδικούνται. Η αναγωγή τους στο λυρικό ή στην ποίηση όπως λέτε γίνεται μόνο αν υπάρχει ο έρωτας στις κρυφές πλευρές της καθημερινότητας. Η προσπάθεια να ανακαλύψεις τι κρύβεται πίσω από τα συνηθισμένα. Περπατούσα στο δρόμο και συναπαντήθηκα με ένα γεροντάκο που δύσκολα προχωρούσε. Παραμέρισα να περάσει. – «Ξέρετε καράτε;», με αιφνιδίασε. – «Όχι» του απάντησα. – «Να μάθετε» μου ανταπάντησε και συνέχισε το δρόμο του. Αν αυτό δεν είναι ποίηση τι άλλο μπορεί να είναι;
Τι είναι αυτό που συνεχίζει να σας γοητεύει στις ιστορίες των μεταναστών, των απόκληρων, των «διαφορετικών», των «ξένων»;
Είναι μια γοητεία που δεν έχει τελειωμό. Κάθε τι το διαφορετικό ενέχει κι έναν άγνωστο κόσμο. Η ανακάλυψη του, αποτελεί για μένα πηγή γνώσης και καθρέφτη του ίδιου μου του εαυτού.
Οι ήρωες στην ταινία σας φτιάχνουν μια ιδιότυπη μορφή οικογένειας και δοκιμάζουν την αντοχή της μέσα στις σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες. Πιστεύετε ότι έχουμε φτάσει στο σημείο ως κοινωνία να δεχτούμε το «διαφορετικό»;
Μου αρέσει η παρατήρηση σας και η έκφραση ιδιότυπη οικογένεια. Ίσως έτσι θα έπρεπε να είναι ο κόσμος. Χωρίς σύνορα γεωγραφικά, θρησκευτικά, πολιτισμικά, πολιτικά. Μια μεγάλη οικογένεια, όπως οι μικροί ήρωές μου. Όλοι μαζί, ο καθένας με τη διαφορετικότητά του, με αλληλοσεβασμό και αλληλοκατανόηση. Με συγκρούσεις που επιφέρουν την εξέλιξη και όχι τον φανατισμό και την καταστροφή. Κι αυτό γίνεται μόνο όταν υπάρχει ο έρωτας. Η ζωή είναι πολύ μικρή και δυστυχώς την σπαταλάμε στα ασήμαντα. Νομίζω πως μια τέτοια αποδοχή του διαφορετικού συντελείται στις νέες γενιές. Η δικιά μου η γενιά και οι προγενέστερες, με κορυφή γραφικούς ιεράρχες και μη, είναι βαθιά νυχτωμένη.
Είναι ο θυμός του έρωτα ο πιο δύσκολος απ’ όλους;
Ο έρωτας δεν εμπεριέχει την έννοια του θυμού. Ο έρωτας είναι θυσία, ελευθερία, προσμονή, δημιουργία, εμπιστοσύνη και απόλαυση. Γι αυτό και αγγίζει τα όρια του θανάτου.
Έχετε διασχίσει με το έργο σας διάφορες φάσεις του ελληνικού σινεμά. Ποια είναι η γνώμη σας για την άνθιση του τα τελευταία χρόνια σε επίπεδο διεθνούς ενδιαφέροντος;
Αυτό είναι καλό για τον ελληνικό κινηματογράφο, αν και δεν ανήκω σε αυτό το είδος. Πιστεύω όμως ότι ο ελληνικός κινηματογράφος δεν είναι αρκετά γνωστός έξω. Η περίοδος 1970 – 2000 για μένα υπήρξε η πιο δημιουργική και γόνιμη. Αισθάνομαι ότι περνάμε μια περίοδο χαοτική, αταξίας ή όπως λέγεται αποδόμησης. Αναζητούνται νέα αισθητικά ρεύματα, νέοι τρόποι δραματουργίας. Υπάρχει μια άρνηση του κλασικού αλλά δεν νιώθω ακόμη τη θέση και την άποψη αυτής της άρνησης. Δεν έχω δει το νέο παράθυρο στον κόσμο να ανοίγει. Ο χρόνος θα δείξει αν αυτό που δοκιμάζεται είναι όντως το καινούργιο ρεύμα.
Έχετε υπάρξει ένας από τους ακούραστους συμπαραστάτες των μεταναστών εδώ και χρόνια; Πως κρίνετε την αντίδραση του ελληνικού λαού στα πρόσφατα τεράστια κύματα προσφύγων που έφτασαν στην Ελλάδα;
Το φαινόμενο της μετανάστευσης εισήλθε στην ελληνική κοινωνία εν μια νυκτί. Βρεθήκαμε απροετοίμαστοι. Το κύμα ξενοφοβίας ξεκινώντας με στόχο τους Αλβανούς, χρόνο με το χρόνο άλλαζε χώρα και καταγωγή. Η εμφάνιση της Χρυσής Αυγής ώθησε τα πράγματα στα άκρα. Μαζικές επιχειρήσεις εκφοβισμού, ξυλοδαρμοί και δολοφονίες. Η παραβατικότητα ταυτίστηκε με τη μετανάστευση. Ο Πρωθυπουργός της χώρας ήπιε καφέ σε μια καθαρή από μετανάστες Ομόνοια. Η κατάσταση έμοιαζε να έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο πριν μερικά χρόνια. Βαθιά μέσα μου πιστεύω, ίσως και λόγω καταγωγής, ότι ο Έλληνας ξέρει από προσφυγιά και δεν είναι καθόλου τυχαία η ύπαρξη του Ξένιου Δία. Αυτή η ενστικτώδης γνώση της συμπόνιας είναι χαρακτηριστικό του λαϊκού ανθρώπου. Η έκφραση των γιαγιάδων της Μυτιλήνης: «Τα μουρέλια να σώσουμε» είναι η επιτομή της λαϊκότητας και του ανθρωπισμού.
Θεωρείτε πως η ψήφιση της επέκτασης του σύμφωνου συμβίωσης για τα ομόφυλα ζευγάρια ένα βήμα προς τα εμπρός για τα δικαιώματα των μειονοτήτων στην Ελλάδα;
Σαφώς είναι πολύ θετική πολιτική πράξη. Είναι το αυτονόητο. Είναι καιρός να απογαλακτισθούμε από τα υπολείμματα των μεσαιωνικών αντιλήψεων και των θρησκευτικών συντηρητισμών. Είμαι αριστερόχειρας και εσύ δεξιόχειρας γιατί δεν πρέπει έχουμε τα ίδια δικαιώματα; Ο Άγγλος οδηγεί αριστερά, εμείς δεξιά γιατί πρέπει να χρήζουμε διαφορετικής μεταχείρισης; Ό,τι χαρακτηρίζει τις επιλογές, αισθητικές, ερωτικές, κοινωνικές ενός ανθρώπου είναι αυτονόητο ότι πρέπει να γίνεται σεβαστό.
Τι είναι αυτό που σας κάνει να δημιουργείτε στη σημερινή εποχή – να γράφετε, να σκηνοθετείτε;
Η ζωή είναι δρόμος, περιπλάνηση, παρατήρηση και έρωτας για τον άνθρωπο, κάπως έτσι αντιλαμβάνομαι και την τέχνη.
Πηγή: Flix.gr